Λιντς, Ντέιβιντ

Λιντς, Ντέιβιντ
(David Lynch, Μοντάνα 1946 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου. Ανήκει στους βασικούς εκπροσώπους του νέου κύματος του αμερικανικού κινηματογράφου στο Χόλιγουντ, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, με μεγάλη δημοτικότητα στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο. Σπούδασε ζωγραφική στο πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον και φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών στη Φιλαδέλφεια. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στον κινηματογράφο γυρίζοντας ταινίες μικρού μήκους, όπως το The grandmother (1970), φιλμ που κέρδισε το βραβείο του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου. Το σκοτεινό ύφος των ταινιών του είναι εμπνευσμένο από τον Κάφκα και τον Χίτσκοκ, ενώ οι ήρωές του παρουσιάζονται συχνά εγκλωβισμένοι σε ακραίες καταστάσεις. Η σκηνοθετική του γραμμή είναι ιδιαίτερα στιλιζαρισμένη και βασίζεται κυρίως σε ένα εικαστικό περιβάλλον, το οποίο καθορίζεται από τον φωτισμό, τη φωτογραφία, τη σκηνογραφία αλλά και τη μουσική επένδυση. Ο Λ. είναι δημοφιλής στα ευρωπαϊκά φεστιβάλ και κυρίως σε αυτό των Κανών, στο οποίο συχνά παρουσιάζει τις νέες ταινίες του. Ανάμεσα στα φιλμ που σκηνοθέτησε ξεχωρίζουν τα: Eraserhead (1978), Ο άνθρωπος ελέφαντας (1980), Ντιουν (1984), Μπλε βελούδο (1986), Ατίθαση καρδιά (1990, Χρυσός Φοίνικας), Χαμένη λεωφόρος (1996) και Mulholland Drive (2001). Ο Βρετανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος Ντέιβιντ Λιντς (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κράιτον, Ντέιβιντ Τζορτζ — (David George Crighton, Λαντάντνο, Ουαλία 1942 – Κέιμπριτζ 2000). Άγγλος μαθηματικός. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση επέδειξε έφεση σε θεωρητικά μαθήματα, ωστόσο σπούδασε μαθηματικά στο κολέγιο St. John’s του Κέιμπριτζ και ξεκίνησε να διδάσκει στην …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μαγκάνο, Σιλβάνα — (Silvana Mangano, Ρώμη 1930 – Μαδρίτη 1989). Ιταλίδα ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε στην Ακαδημία Χορού της Ρώμης και από την ηλικία των 16 ετών ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο συνδέοντας στη συνέχεια το όνομά της με το καλλιτεχνικό κίνημα …   Dictionary of Greek

  • Πρίστλεϊ, Τζόζεφ — (Priestley, Φίλντχεντ [Λιντς] 1733 – Νορθάμπερλαντ [Πενσυλβανία ΗΠΑ] 1804). Άγγλος φιλόσοφος και χημικός. Ορφανός από μητέρα σε ηλικία 7 ετών, πέρασε δύσκολα χρόνια και ανατράφηκε από μία θεία του σύμφωνα με τους αυστηρούς κανόνες των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”